ρεφορμισμός

ρεφορμισμός
Μέθοδος πολιτικής δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει την υπάρχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεται από το ένα μέρος στις επαναστατικές μεθόδους και από το άλλο στις αντιλήψεις του στατικού συντηρητισμού. Στη νεότερη ιστορία μπορεί να γίνει λόγος, από γενική άποψη, για ρ. από τον 18o αι. και ύστερα (με τις «μεταρρυθμίσεις» –reformes– των φωτισμένων ηγεμόνων) και ολόκληρο τον 19o, όταν δέχτηκαν τη ρεφορμιστική (μεταρρυθμιστική) μέθοδο οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, σε αντίθεση προς τις επαναστατικές δημοκρατικές και σοσιαλιστικές τάσεις. Με ειδικότερη έννοια, ο ρ. συνδέεται, από τα τέλη του περασμένου αιώνα, με την ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος. Ο ρ. αποτέλεσε πράγματι τη μετριοπαθή πτέρυγα του σοσιαλισμού, που αντικατέστησε τον επαναστατικό, μύθο με την πίστη στη δυνατότητα της βαθμίδας βελτίωσης των συνθηκών ζωής των εργατικών τάξεων, και την πολιτική της αδιάλλακτης αντίθεσης στις αστικές κυβερνήσεις με τη μέθοδο της κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής δράσης. Στη Γαλλία ο Μιτεράν ήταν μεταξύ των πρώτων που έθεσαν, το 1899, το πρόβλημα της συμμετοχής των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση και συμμετέσχε στην Κυβέρνηση Βαλντέκ-Ρουσό· στο Βέλγιο ο ρεφορμιστής σοσιαλιστής ηγέτης Βαντερβέλντε έγινε πολλές φορές υπουργός και, στην Ιταλία, ο Μπισσολάτι και ο Μπονόμι έγιναν υπουργοί μετά τη διαγραφή τους από το σοσιαλιστικό κόμμα.
* * *
ο, Ν
1. πολιτική θεωρία και πρακτική που συνίσταται στην καθιέρωση πολιτικών, οικονομικών ή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια πάντοτε τού υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου και μέσα από τις νόμιμες διαδικασίες
2. τάση η οποία παρατηρείται σε ορισμένα πολιτικά κόμματα με αυστηρό ιδεολογικό υπόβαθρο, μαρξιστικό κατά κύριο λόγο, και στοχεύει στην τροποποίηση τής θεωρητικής αυτής βάσης, με σκοπό την προσαρμογή της στις νέες ιστορικές περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. reformisme < λατ. reformo «αναμορφώνω, αναπλάθω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρεφορμισμός — ο (λ. λατ.), τάση στους κόλπους των σοσιαλιστικών κομμάτων που επιδιώκει την επίτευξη του σοσιαλισμού με συνεχείς μεταρρυθμίσεις μέσα στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεφορμιστής — ο, θηλ. ρεφορμίστρια, Ν ο οπαδός τού ρεφορμισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reformiste (βλ. λ. ρεφορμισμός)] …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”